ὁμοδίαιτος

ὁμοδίαιτος
ὁμοδίαιτος
living
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ομοδίαιτος — η, ο (ΑΜ ὁμοδίαιτος, ον) αυτός που ζει ή τρώει μαζί με άλλους νεοελλ. αυτός που έχει την ίδια διατροφή με άλλους μσν. αρχ. (ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που συμπεριφέρεται φιλικά αρχ. φρ. «ὁμοδίαιτος τοῑς πολλοῑς» κοινός σε πολλούς (Λουκιαν.).… …   Dictionary of Greek

  • ὁμοδιαίτω — ὁμοδίαιτος living masc/fem/neut nom/voc/acc dual ὁμοδίαιτος living masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοδίαιτον — ὁμοδίαιτος living masc/fem acc sg ὁμοδίαιτος living neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοδιαίτοις — ὁμοδίαιτος living masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοδιαίτου — ὁμοδίαιτος living masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοδιαίτους — ὁμοδίαιτος living masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοδιαίτων — ὁμοδίαιτος living masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοδιαίτῳ — ὁμοδίαιτος living masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμοδίαιτοι — ὁμοδίαιτος living masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • купножитель — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  сущ. (греч. ὁμοδίαιτος) сожитель. Неплoдствовати мя… …   Словарь церковнославянского языка

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”